Η Φιλοσοφία της Πρόληψης

 

Η έννοια της πρόληψης αναφέρεται στο σύνολο των μέτρων πριν από την εκδήλωση μίας συμπεριφοράς. Η πρόληψη της ουσιοεξάρτησης αφορά στην αντιμετώπιση των παραγόντων που κάνουν ευάλωτο το άτομο και την ενίσχυση των παραγόντων που το ενδυναμώνουν και το προστατεύουν, συμβάλλοντας στην αποφυγή ή στην αναβολή της έναρξης της χρήσης ουσιών και της εμφάνισης της εξάρτησης (Botvin & Griffin ,2007, IOM, 1994).
Στο πλαίσιο αυτό, η πρόληψη της ουσιοεξάρτησης δεν εξαντλείται στην παροχή πληροφοριών. Αξιοποιεί εκπαιδευτικές διαδικασίες με μεθόδους αλληλεπίδρασης και ενεργού μάθησης με στόχο όχι μόνο την αύξηση των γνώσεων αλλά και την ενδυνάμωση, την υποστήριξη και την εκπαίδευση των ατόμων ώστε να υιοθετήσουν μια θετική στάση ζωής και να αναπτύξουν δεξιότητες που συνδέονται με την πρόληψη (Botvin & Botvin 1992· Botvin & Griffin 2007· Hawkins· Catalano & Miller 1992· IOM 1994· Petraitis· Faly & Miller 1995, ΕΚΤΕΠΝ, 2011).
Θεμέλιο της πρόληψης μπορεί να θεωρηθεί η προαγωγή της υγείας που σύμφωνα με τον Παγκόσμιο Οργανισμό Υγείας (Π.Ο.Υ) δεν αφορά μόνο τη συμπεριφορά του ατόμου σε θέματα υγείας, αλλά εντάσσεται σε μια ευρύτερη αντίληψη αναβάθμισης του κοινωνικού, φυσικού και οικονομικού περιβάλλοντος και των συνθηκών ζωής που προωθούν την υγεία και διαμορφώνουν υγιείς στάσεις και συμπεριφορές (WHO 1998). Στο πλαίσιο αυτό, βασικός σκοπός της προαγωγής της υγείας είναι η ενίσχυση της σωματικής, ψυχικής και κοινωνικής ευεξίας, καθώς και η προώθηση ενός υγιούς τρόπου ζωής (ΕΚΤΕΠΝ, 2011).
Η πρόληψη της χρήσης εξαρτησιογόνων ουσιών είναι συνυφασμένη με μια ευρύτερη στρατηγική προαγωγής της ψυχοκοινωνικής υγείας και αυτός είναι ο λόγος που το Κέντρο εφαρμόζοντας το αρ. 61 του ν.3966/2011 μετονομάστηκε από Κέντρο Πρόληψης των Εξαρτησιογόνων ουσιών σε Κέντρο Πρόληψης των Εξαρτήσεων και Προαγωγής της Ψυχοκοινωνικής Υγείας.
Η πρόληψη περιλαμβάνει παρεμβάσεις καθολικής, ενδεδειγμένης και επικεντρωμένης εμβέλειας (Εγχειρίδιο για την πρόληψη της ουσιοεξάρτησης, ΕΚΤΕΠΝ, 2011). Τα προγράμματα καθολικής πρόληψης στοχεύουν στην πρόληψη της εξάρτησης από νόμιμες ή παράνομες ουσίες καθώς και στην πρόληψη της εκδήλωσης εξαρτητικών συμπεριφορών όπως (διαδίκτυο, τζόγος) και αφορούν το γενικό πληθυσμό. Οι παρεμβάσεις ενδεδειγμένης πρόληψης απευθύνονται σε άτομα τα οποία έχουν εκδηλώσει πρώιμα σημάδια χρήσης ουσιών (χωρίς να πληρούνται τα κριτήρια για την εξάρτηση του DSM IV), ψυχολογικά
προβλήματα ή προβλήματα συμπεριφοράς, που σχετίζονται με τη χρήση ουσιών. Στόχοι είναι η έγκαιρη διάγνωση και παρέμβαση σε ατομικό επίπεδο.
Το Κέντρο Πρόληψης ανταποκρίνεται σε αιτήματα ατόμων για ατομικά ραντεβού (ενδεδειγμένη πρόληψη). Στόχος είναι η έγκαιρη αναγνώριση του προβλήματος και αν υπάρχει ανάγκη, η ενίσχυση κινήτρου και παραπομπή του ατόμου.
Τα τελευταία χρόνια το Κ.Π. δέχεται ολοένα και περισσότερα αιτήματα που αφορούν την εξάρτηση από το διαδίκτυο. Τα αιτήματα προέρχονται είτε από σχολεία, είτε από γονείς που ανησυχούν για τα παιδιά τους. Η έρευνα για τον τρόπο ζωής (Ερευνητικό Πανεπιστημιακό Ινστιτούτο Ψυχικής Υγιεινής. Πανελλήνια Έρευνα για τη χρήση εξαρτησιογόνων ουσιών στους μαθητές – Έρευνα ESPAD, 2011) που διεξήγαγε το Κ.Π. στους νέους της περιοχής δείχνει σταθερότητα έως και μικρή μείωση της χρήσης των παράνομων ουσιών σε σχέση με παλιότερα, μεγάλη αύξηση της κατάχρησης του διαδικτύου. Τα ποσοτικά στοιχεία σχετικά με την κατάχρηση αλκοόλ είναι περίπου στα ίδια επίπεδα με τα Πανελλαδικά και τα τελευταία χρόνια εμφανίστηκαν στο Κ.Π. και τα πρώτα περιστατικά εξάρτησης από το τζόγο.
Το Κ.Π. οφείλει να παρακολουθεί τις νέες εξελίξεις και να προσαρμόζει τη δουλειά του σύμφωνα με αυτές. Το θετικό είναι ότι δεν χρειάζεται να κάνει πολύ σημαντικές αλλαγές στην φιλοσοφία που εμπνέει τις παρεμβάσεις του, γιατί έχει υιοθετήσει από την ίδρυσή του την συνολική πολιτική πρόληψης με στόχο την προαγωγή της ψυχικής υγείας γενικότερα και δεν περιορίστηκε σε παρεμβάσεις παροχής πληροφοριών πάνω στις ουσίες, με στόχο την πρόκληση του φόβου. Παρεμβάσεις τέτοιου τύπου αξιολογήθηκαν σαν μη αποτελεσματικές (UNODC-WHO, 2018) γιατί η συμπεριφορά δεν είναι αποτέλεσμα μόνο λογικών αποφάσεων και γνώσεων, αλλά καθορίζεται από πολλές παραμέτρους (προσωπικότητα, συγκεκριμένες συνθήκες, διαπροσωπικές επιδράσεις, ανάγκες και συναισθήματα). Πολλοί παράγοντες (ατομικοί, διαπροσωπικοί, οικογενειακοί και κοινωνικοί) και σε διαφορετικές χρονικές στιγμές αλληλεπιδρούν, διαμορφώνουν τις προϋποθέσεις για τη χρήση / εξάρτηση και καθορίζουν την εξέλιξη της διαδρομής ενός ατόμου μέσα σ’ αυτήν.
Η χρήση ουσιών, όπως και άλλες ριψοκίνδυνες και προβληματικές συμπεριφορές, συνιστά σύμπτωμα δηλωτικό της δυσκολίας του ατόμου στο ψυχοκοινωνικό πεδίο και σ΄ ένα γενικότερο επίπεδο σύμπτωμα της κρίσης βασικών θεσμών της κοινωνίας. Εάν η κοινωνία στο σύνολό της δεν βρίσκει τρόπους να υποστηρίζει τους νέους που βρίσκονται σε δυσκολία κάποιοι από αυτούς θα καταφύγουν στην παραβατική συμπεριφορά ή στην εξάρτηση. Ιδιαίτερα όταν μιλάμε για εφήβους είναι αρκετά πιθανό να χρησιμοποιήσουν πολλαπλούς τρόπους περάσματος στην πράξη (acting-out) για να μετριάσουν την δυσκολία και τον πόνο και να απευθυνθούν προς τους ενήλικες οι οποίοι, κάποιες φορές, δεν είναι σε θέση να τους ακούσουν και να τους κατανοήσουν.
Η σύγχρονη κοινωνία προάγει τον ατομικισμό και τον ανταγωνισμό. Μέσα σε αυτό το πλαίσιο, το έντονα ανταγωνιστικό, πολλοί άνθρωποι νιώθουν μόνοι και αβοήθητοι, βιώνουν την ζωή με αρνητικό τρόπο. Ο σύγχρονος πολιτισμός «γεννά» την εξάρτηση, γιατί έχει απομακρύνει τους ανθρώπους από τον εαυτό τους και από τους άλλους.
Μέσα σε αυτό το κοινωνικό φόντο, ξέσπασε η οικονομική κρίση του 2009 και λίγα χρόνια αργότερα η πανδημία COVID-19, οι οποία δημιούργησε πρωτοφανείς προκλήσεις και μετατράπηκε σε κρίση δημόσιας υγείας και οικονομική μαζί.
Κάτω από αυτές τις συνθήκες, πρωτοβουλίες που ενισχύουν την κοινωνική συνοχή (Θεωρία δέσμευσης και κοινωνικής σύνδεσης Elliot,1985) και η ανάπτυξη του αισθήματος αλληλεγγύης είναι πιο σημαντική από ποτέ.
Η πρόληψη επιδιώκει μέσα από βιωματικές διαδικασίες και προγράμματα αγωγής υγείας να ενθαρρύνει την ολόπλευρη ανάπτυξη των ατόμων (όχι μόνο την πνευματική αλλά και την κοινωνικοσυναισθηματική) μεταδίδοντάς τους τις γνώσεις και εκπαιδεύοντάς τους σε δεξιότητες ζωτικής σημασίας για να εξελιχθούν σε υγιή άτομα, ικανά να αντιμετωπίσουν τις δυσκολίες που προκύπτουν. Επιπλέον τοποθετεί στο επίκεντρο των δράσεων της και τις βασικές ομάδες στις οποίες το άτομο ζει και αναπτύσσεται, την ευρύτερη κοινότητα της οποίας αποτελεί μέλος της (Μοντέλο Κοινωνικής Οικολογίας (Social Ecology Model), Hawkins & Weiss 1985, Kumpfer & Tuner 1991).
Υπάρχουν συγκεκριμένοι παράγοντες στη ζωή ενός νέου που αυξάνουν τις πιθανότητες να εμπλακεί σε επικίνδυνες και προβληματικές συμπεριφορές. Παράγοντες κινδύνου θεωρούνται εκείνοι που καθιστούν το άτομο ευάλωτο και δυσλειτουργικό λόγω σοβαρών ελλείψεων που αντιμετωπίζει σε ατομικό, οικογενειακό και κοινωνικό επίπεδο. Προστατευτικοί παράγοντες θεωρούνται αυτοί που ενδυναμώνουν και προστατεύουν το άτομο και μειώνουν τις πιθανότητες για αυτοκαταστροφικές συμπεριφορές όπως η χρήση ουσιών (NIDA, 2003). Η χρήση ουσιών αλλά και γενικότερα οι εξαρτήσεις σπάνια είναι αποτέλεσμα ενός μόνο αιτιολογικού παράγοντα. Αντίθετα υπάρχουν πολλοί παράγοντες κινδύνου (ή προστασίας) που επηρεάζουν την στάση ενός ανθρώπου απέναντι στις εξαρτήσεις. Πολλοί παράγοντες αλληλεπιδρούν δημιουργώντας ένα περίπλοκο κύκλο αλληλένδετων αιτίων και αποτελεσμάτων.
Αναφέρονται παράγοντες κινδύνου και προστασίας με κύριες πηγές τις εκθέσεις NIDA 2003 και EMCDDA 2010.
α) ατομικοί παράγοντες κινδύνου
• συναισθηματικά προβλήματα
• χαμηλή αυτοεκτίμηση
• ανεπαρκείς δεξιότητες ζωής
• πρώιμη αντικοινωνική συμπεριφορά (συχνά ψέματα, κλοπές, επιθετικότητα κλπ.)
• έλλειψη αυτοελέγχου και διεκδικητικότητας
• προβλήματα ψυχικής υγείας
β) παράγοντες κινδύνου σε σχέση με συνομηλίκους
• σχέσεις με παραβατικούς νέους
• ευαλωτότητα στην πίεση συνομηλίκων
γ) οικογενειακοί παράγοντες κινδύνου
• φυσική ή συναισθηματική απουσία του ενός ή και των δύο γονέων
• χαοτικό οικογενειακό περιβάλλον που προκύπτει από την βία στη οικογένεια, την κατάχρηση ουσιών από τους γονείς ή από κάποια ψυχική ασθένεια.
• έλλειψη προσοχής και ενασχόλησης με την συμπεριφορά του παιδιού
• ασυνεπές σύστημα πειθαρχίας (έλλειψη κανόνων ή έλλειψη συνέπειας στην εφαρμογή τους)
• γονεϊκή απόρριψη
• προβληματική επικοινωνία μεταξύ των μελών της οικογένειας
δ) σχολικοί παράγοντες κινδύνου
• έλλειψη δεσμών με το σχολείο – διακοπή σχολείου
• ασαφείς ή υπερβολικά ελαστικοί σχολικοί κανόνες
• σχολική αποτυχία
• αρνητικό κλίμα
• σχολικός εκφοβισμός
• απόρριψη από συμμαθητές
ε) κοινοτικοί παράγοντες
• κοινωνικός αποκλεισμός
• φτώχεια
• έλλειψη ανοχής για κοινωνικές ομάδες με ιδιαιτερότητες
• συνθήκες κοινωνικής αποδιοργάνωσης
• έλλειψη τοπικών / κοινοτικών δεσμών
• εύκολη πρόσβαση στις ουσίες
• έλλειψη υπηρεσιών που απευθύνονται στους νέους
• εγκληματικότητα
Από την άλλη πλευρά υπάρχουν οι προστατευτικοί παράγοντες που είναι σε γενικές γραμμές αλλά όχι πάντα, οι αντίστροφοι των παραγόντων κινδύνου. Έτσι λειτουργούν προστατευτικά: α) σε ατομικό επίπεδο (οι αναπτυγμένες προσωπικές και κοινωνικές δεξιότητες), β) σε οικογενειακό επίπεδο (ισχυροί δεσμοί με την οικογένεια, η γονική υποστήριξη, ένα σταθερό σύστημα πειθαρχίας και η ουσιαστική επικοινωνία στην οικογένεια) γ) σε σχολικό επίπεδο (ενδυνάμωση των δεσμών με το σχολείο, εκπαιδευτικοί στόχοι και φιλοδοξίες, η ύπαρξη σαφών κανόνων και στάσεων σχετικά με αποκλίνουσες συμπεριφορές και η λειτουργία των εκπαιδευτικών ως βασικών προτύπων που θα ενσαρκώνουν στην καθημερινότητα τις θεσπισμένες αρχές και τον κώδικα δεοντολογίας και δ) σε κοινοτικό επίπεδο (ενίσχυση της κοινωνικής συνοχής, προσφορά θέσεων εργασίας, υψηλό κοινωνικό- οικονομικό επίπεδο, κουλτούρα ανοχής στο διαφορετικό, υπηρεσίες που απευθύνονται στους νέους).
Τα προγράμματα πρόληψης θα πρέπει να εμπνέονται από κάποιες βασικές αρχές προκειμένου να είναι αποτελεσματικά. Μερικές από αυτές είναι: (Πηγή: Lesson from Prevention Research Drugfucts, NIDA,2014 και άλλες έρευνες).
1. Τα προγράμματα πρόληψης θα πρέπει να ενδυναμώνουν τους προστατευτικούς παράγοντες και να αντιστρέφουν ή να μειώνουν τους παράγοντες κινδύνου (Hawkins et al., 2002).
Ο κίνδυνος του να γίνει κανείς χρήστης ουσιών περιλαμβάνει τη σχέση ανάμεσα στον αριθμό και το είδος των παραγόντων κινδύνων και των προστατευτικών παραγόντων (Wills, 1996).
2. Οι πιθανές επιδράσεις συγκεκριμένων παραγόντων κινδύνου ή προστατευτικών παραγόντων διαφοροποιούνται ανάλογα με την ηλικία και το αναπτυξιακό στάδιο. Για παράδειγμα, παράγοντες κινδύνου σχετικοί με την οικογένεια έχουν βαρύτερη επίδραση σε μικρές ηλικίες ενώ η σύναψη σχέσεων με παραβατικούς ομότιμους φαίνεται να είναι σημαντικότερος παράγοντας κινδύνου στην εφηβεία (Gerstein and Green 1993; Dishion et al. 1999).
3. Οι προστατευτικοί παράγοντες και οι παράγοντες κινδύνου μπορεί να επιδρούν με διαφορετικό τρόπο σε κάθε άνθρωπο ανάλογα με φύλο, εθνικότητα για αυτό οι παρεμβάσεις πρόληψης θα πρέπει να σχεδιάζονται και να παίρνουν υπόψιν τα χαρακτηριστικά αυτά (Fisher et al 2007, Brody et al. 2008).
4. Θα πρέπει να στοχεύουν σε όλες τις μορφές της εξάρτησης, μεμονωμένα ή σε συνδυασμό (Johnston et al. 2002).
5. Θα πρέπει να στοχεύουν τον συγκεκριμένο τύπο προβλήματος που απασχολεί την κοινότητα και τους παράγοντες κινδύνου που είναι τροποποιήσιμοι. Αυτό σημαίνει ότι πρέπει να ερευνηθεί ποια είναι η φύση και η έκταση του προβλήματος της εξάρτησης σε τοπικό επίπεδο, ποιες πληθυσμιακές ομάδες αντιμετωπίζουν το πρόβλημα, ποιες ερμηνείες μπορούν να δοθούν με βάση τις τοπικές ιδιαιτερότητες (γεωγραφικές, κοινωνικές, πολιτιστικές) και ποια μέτρα θα μπορούσαν να ληφθούν για να λυθεί ή να μειωθεί. Επειδή η πρόληψη πρέπει να ανταποκρίνεται στις ιδιαίτερες ανάγκες της κοινότητας είναι σημαντικό να επιδιώκεται η ενεργητική συμμετοχή της κοινότητας και
6. να ενεργοποιούνται στην υπόθεση της πρόληψης όσο το δυνατόν περισσότεροι τοπικοί φορείς και μεμονωμένα άτομα.
7. Τα προληπτικά προγράμματα μπορούν να σχεδιασθούν έτσι ώστε να παρεμβαίνουν νωρίς (στην προσχολική ηλικία) για να αντιμετωπίσουν προβλήματα όπως η επιθετική συμπεριφορά και οι φτωχές κοινωνικές δεξιότητες (Webster-Stratton et al. 2001, Fisher et al. 2009). Αν πρώιμα προβλήματα συμπεριφοράς και ψυχοκοινωνικά ελλείμματα δεν αντιμετωπισθούν έγκαιρα, μπορεί, μελλοντικά, να εξελιχθούν σε περισσότερο σοβαρές και ριψοκίνδυνες συμπεριφορές, όπως π.χ. εγκληματικότητα, χρήση ουσιών, κ.τ.λ. Υπάρχει αρκετή βιβλιογραφία που τεκμηριώνει την άποψη πως όσο πιο πρώιμη είναι η παρέμβαση τόσο αυξάνει η αποτελεσματικότητα (Lalonyo et al 2001, Hawkins et al. 2008).
8. Ερευνητικά δεδομένα αποδεικνύουν ότι στα μεταβατικά στάδια η επίδραση των παραγόντων κινδύνου αυξάνεται. Τα μεταβατικά στάδια περιλαμβάνουν συγκεκριμένες χρονικές περιόδους στην εξελικτική πορεία ενός ατόμου που χαρακτηρίζονται από σημαντικές αλλαγές. Επίσης, τραυματικά γεγονότα όπως χωρισμός, θάνατος, η ασθένεια συνιστούν κρίσιμες φάσεις, καθώς γεννούν επώδυνα συναισθήματα (άγχος, θλίψη, αβεβαιότητα), προκαλούν σημαντικές αλλαγές και επιβάλουν αναπροσαρμογές. Τα προληπτικά προγράμματα θα πρέπει να λαμβάνουν υπόψη τους τις ιδιαιτερότητες των μεταβατικών αυτών σταδίων και να στοχεύουν να ενδυναμώσουν τους προστατευτικούς παράγοντες σε βάρος των παραγόντων κινδύνου.
9. Η σύγχρονη πολιτική πρόληψης εφαρμόζεται μέσα από τη συνδυασμένη δράση σε πολλά επίπεδα (ατομικό, διαπροσωπικό, κοινωνικό) και την εμπλοκή όλο και περισσότερων ομάδων στο όραμα της πρόληψης (γονείς, εκπαιδευτικούς, επαγγελματίες υγείας, Μ.Μ.Ε.), δεδομένου ότι τέτοιου είδους προγράμματα είναι πιο αποτελεσματικά από τα μεμονωμένα.
10. Πιο αποτελεσματικά είναι τα προγράμματα πρόληψης που παρεμβαίνουν τόσο στο ατομικό επίπεδο (διαμόρφωση προσωπικών στάσεων και συμπεριφορών) όσο και στο κοινωνικό επίπεδο (διαμόρφωση κανόνων λειτουργίας και αξιών ενός συστήματος π.χ. σχολείο) (Pentz, 1996, Stormashak et al., 2005).
11. Tα μηνύματα της πρόληψης είναι αναγκαίο να είναι σαφή και σταθερά ως προς το περιεχόμενο και να διαχέονται σε όσο το δυνατόν περισσότερα επίπεδα και με διαφορετικούς τρόπους (π.χ. μέσω Μ.Μ.Ε., δημοσίων προσώπων) για να είναι πειστικά και αξιόπιστα και να εντυπωθούν στη συνείδηση των νέων.
12. Τα προληπτικά προγράμματα θα πρέπει να είναι μακροχρόνια και να υπάρχουν επαναληπτικές παρεμβάσεις ώστε τα θετικά αποτελέσματα να διαρκούν στο χρόνο. (Botvin,1995).
13. Τέλος, τα προληπτικά προγράμματα είναι πιο αποτελεσματικά, όταν χρησιμοποιούν μεθόδους ενεργητικής μάθησης (UNODC-WHO, 2018).
Συνοπτικά, η σύγχρονη πολιτική πρόληψης έχει ως στόχο να ενισχύσει τους προστατευτικούς παράγοντες και να περιορίσει/μειώσει την επίδραση των παραγόντων κινδύνου. Λαμβάνοντας υπόψη τις διαφορετικές ανάγκες και ιδιαιτερότητες κάθε ατόμου και κάθε κοινωνικής ομάδας οι σύγχρονες προληπτικές δράσεις στοχεύουν στο ναενισχύσουν την εμπιστοσύνη των ατόμων και των ομάδων στον εαυτό τους, και ειδικότερα στην ικανότητά τους να αναγνωρίζουν, να αναλύουν και να διαχειρίζονται προβλήματα, να ζητούν και να παρέχουν στήριξη και να «ωριμάζουν» μέσα από μια ατέρμονη διαδικασία αναζήτησης, προσπάθειας, δοκιμής και μέσω της δικτύωσης και συμπληρωματικής δράσης τους.

Κύλιση στην κορυφή